- μπιμπίκι
- το [μπίμπικας]1. μικρό εξάνθημα τού προσώπου, σπυράκι, σπιθούρι2. μικρό φτερό όρνιθας το οποίο δεν έχει αναπτυχθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιμπίκι — το ιού, μικρό σπυράκι, η ακμή του προσώπου: Μπήκε στην εφηβεία και γέμισε μπιμπίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπίμπικας — ο 1. εξάνθημα τού προσώπου, σπυρί, σπιθούρι, μπιμπίκι 2. κοινή ονομασία τού δάκου τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βέμβιξ «σβούρα, ρόμβος», ενώ κατ άλλους από ιταλ. bimbo «μπέμπης»] … Dictionary of Greek
φαγέσωρος — ο, ΝΑ, θηλ. φαγεσωρῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. ιατρ. βύσμα σμήγματος και κερατινοποιημένων κυττάρων που φράζει τον εκφορητικό πόρο ενός σμηγματογόνου αδένα τού δέρματος και υπό την επίδραση τού αέρα μαυρίζει, κν. μπιμπίκι αρχ. αδηφάγος, λαίμαργος.… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek